- γύφτικος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ανήκει σε γύφτους.2. μτφ., βρόμικος.3. μτφ., τσιγκούνης.4. φρ., «Κάτι τρέχει στα γύφτικα», για γεγονός χωρίς σημασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.